ὀξυπώγων

ὀξυπώγων
ὀξῠ-πώγων, ον, gen. ωνος,
A with a pointed beard, Heph.Astr.2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξυπώγων — ὀξυπώγων, ον (Α) αυτός που έχει μυτερό πώγωνα, αιχμηρό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πώγων «γένι» (πρβλ. ξανθο πώγων)] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • τραχυπώγων — ωνος, ὁ, Μ (για τράγο) αυτός που έχει τραχύ πώγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πώγων (< πώγων, ωνος), πρβλ. δασυ πώγων. οξυπώγων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”